Από που προέρχονται τα κητώδη? - Ποια ήταν η βιολογική τους εξέλιξη?

Όλα τα σύγχρονα κητώδη (δελφίνια, φυσητήρες, φάλαινες κλπ.), που συναντάμε σήμερα στις θάλασσες και τους ωκεανούς του κόσμου είναι τόσο τέλεια προσαρμοσμένα στο θαλάσσιο περιβάλλον, που μοιάζουν με ψάρια. Μάλιστα ακόμη και σήμερα υπάρχει πολύς κόσμος που λανθασμένα τα αποκαλεί "ψάρια" λόγω αυτής της προσαρμογής τους. Ωστόσο, τα κητώδη ώς θαλάσσια θηλαστικά δεν έχουν καμμία κοντινή συγγένεια με τα ψάρια, και βέβαια έχουν πνεύμονες για να αναπνέουν αέρα όπως εμείς (δεν έχουν βράγχια όπως τα ψάρια), γεννούν απευθείας τους απογόνους τους όπως εμείς (και όχι σε αυγά όπως τα ψάρια), και τέλος θηλάζουν τα μικρά τους όπως εμείς και όλα τα άλλα χερσαία και υδρόβια θηλαστικά.

Όμως τα κητώδη δεν ήταν πάντα όπως είναι σήμερα. Πριν από περίπου 50 εκατομμύρια χρόνια που εμφανίστηκαν τα πρώτα πρωτόγονα κητώδη, ήταν χερσαία θηλαστικά και μάλιστα τετράποδα. Έμοιαζαν αρκετά με ένα σκύλο ή ένα λύκο ή άλλα γνωστά μας τετράποδα θηλαστικά. Συνεπώς εκείνα τα "αρχαία" κητώδη ή σωστότερα "Αρχαιοκήτη" (που σήμερα συναντόνται μόνο ως απολιθώματα) είχαν μπρος και πίσω άκρα, ή απλούστερα "χέρια" και πόδια με δάχτυλα. Η φύση πειραματίστηκε πολύ με τα πρώτα κητώδη (βλέπε σχέδιο στο τέλος της σελίδας) μέχρις ότου καταλήξει στο τέλειο σχέδιο και μοντέλο των σύγχρονων κητωδών, που οι βασικές γραμμές τους επικράτησαν πριν από 34 εκατομμύρια χρόνια και παραμένουν μέχρι σήμερα. Το μεταβατικό στάδιο περάσματος από τα χερσαία θηλαστικά στα αποκλειστικά υδρόβια κητώδη που έκοψαν κάθε δεσμό με τη στεριά κράτησε 15 εκατομμύρια χρόνια. Σε αυτό το διάστημα, εκπληκτικές προσαρμογές σε όλα τα όργανα και τα συστήματα των κητωδών συσσωρεύονταν στο σώμα τους.

Σταδιακά πλησίασαν το θαλάσσιο περιβάλλον και έζησαν αρχικά κοντά σε αυτό στις ακτές και αργότερα μέσα σε αυτό, μέχρι που κατάφεραν να μην έχουν καμμιά ανάγκη την στεριά (σε αντίθεση με άλλα θαλάσσια θηλαστικά, όπως π.χ. οι φώκιες, που πρέπει να βγαίνουν στην στεριά τουλάχιστον για να γεννήσουν). Μέσα στο νερό, τα πίσω άκρα τους δεν πρόσφεραν τίποτα πια, αντίθετα μείωναν την υδροδυναμική των κητωδών, που χρησιμοποιούσαν την ουρά για την προώθησή τους. Για τον λόγο αυτό μίκρυναν και τελικά ατρόφησαν και χάθηκαν. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, υπάρχουν εσωτερικά σε όλα τα είδη κητωδών τα κατάλοιπα των πίσω άκρων (ποδιών), που κάποτε είχαν!. Πρόκειται για δύο (αριστερό και δεξί) οστά κατάλοιπα της λεκάνης στην οποία αρθρώνονταν τα πόδια, ενώ σπανιότερα συναντώνται και οστά των ποδιών. Σε μια μοναδική περίπτωση στην Ιαπωνία, βρέθηκε ένα ζωντανό δελφίνι με δύο πίσω άκρα (μικρά πετρύγια) και είναι γνωστές οι περιπτώσεις μιας μεγάπτερης φάλαινας και ενός φυσητήρα με μικρά εξέχοντα "πόδια", που πιάστηκαν τον 20ο αιώνα στην περίοδο της φαλαινοθηρίας.

Σε αντίθεση με τα πίσω άκρα, τα μπροστινά άκρα (χέρια) μετατράπηκαν σε πτερύγια για να βοηθούν τα κητώδη στην σταθεροποίηση της πλεύσης τους. Τα οστά τους ήταν απαραίτητα τόσο για να είναι στέρεα η δομή τους, όσο και για να μπορούν να περιστρέφονται. Ακόμη και χωρίς ακτινογραφία, συχνά μπορεί κανείς να παρατηρήσει το ανάγλυφο των δακτύλων εξωτερικά στα πλευρικά πτερύγια των δελφινιών ή μεγαλύτερων κητωδών όπως οι φυσητήρες.

Μόλις τα τελευταία χρόνια οι βιολογικές επιστήμες κατάφεραν να αποδείξουν ότι ο πιο κοντινός χερσαίος συγγενής των κητωδών σήμερα είναι ο Ιπποπόταμος και συνολικά η ομάδα των αρτιοδάκτυλων θηλαστικών, που περιλαμβάνει τα βοοειδή, τα ελάφια, τις καμήλες, τις καμηλοπαρδάλεις, τους χοίρους, τα πρόβατα κ.α. πολύ γνωστά μας ζώα. Σύμφωνα με αυτές τις ανακαλύψεις, τα κητώδη κατατάσσονται πλέον σε μια κοινή ομάδα με τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά, που ονομάστηκε "Κηταρτιοδάκτυλα".